πρῳρήσια

πρῳρήσια
πρῳρ-ήσια, τά,= κόρυμβα, EM177.47.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πρωρήσια — τὰ, Α (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) τα ακραία τμήματα τής πρώρας πλοίου, τα κόρυμβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρῷρα (πρβλ. πρυμνήσια < πρυμνήσιος*)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”